- ξετέντωμα
- το, -ατοςχαλάρωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξετέντωμα — το [ξετεντώνω] ξεσφίξιμο, λασκάρισμα, χαλάρωση … Dictionary of Greek
εκτόνωση — Η αύξηση του όγκου ενός αερίου, που οφείλεται στην αύξηση της θερμοκρασίας του ή στη μείωση της πίεσής του. Το έργο W που παράγει ένα αέριο στο περιβάλλον του, όταν εκτονώνεται, είναι:W =pdV, όπου p η πίεση που επιφέρεται πάνω ή από το αέριο και … Dictionary of Greek
ξέσφιγμα — το [ξεσφίγγω] λύσιμο πράγματος δεμένου ή χαλάρωση πράγματος σφιγμένου, ξετέντωμα, λασκάρισμα … Dictionary of Greek
εκτόνωση — η 1. χαλάρωση της έντασης, ξετέντωμα, ξελασκάρισμα. 2. (μηχ.), απότομη ελάττωση της πίεσης αερίου, που γίνεται με την αύξηση του όγκου του. 3. (φυσ.), η αύξηση του όγκου αερίου, που οφείλεται στην αύξηση της θερμοκρασίας του ή στην ελάττωση της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)